κορυζῶ

κορυζῶ
κορυζάω
have a catarrh
pres imperat mp 2nd sg
κορυζάω
have a catarrh
pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
κορυζάω
have a catarrh
pres ind act 1st sg (attic epic ionic)
κορυζάω
have a catarrh
pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)
κορυζάω
have a catarrh
pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic)
κορυζάω
have a catarrh
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κορυζώ — κορυζῶ, άω (Α) [κόρυζα] 1. πάσχω από ρινικό κατάρρου, από συνάχι, τρέχουν οι μύξες μου 2. συμπεριφέρομαι με ανόητο τρόπο, ανοηταίνω …   Dictionary of Greek

  • κόρυζα — Καταρροϊκή πάθηση της μύτης, που είναι ιδιαίτερα συχνή στον άνθρωπο στην αρχή του χειμώνα και της άνοιξης, όταν ο καιρός είναι υγρός. Η κ. είναι φλεγμονή του βλεννογόνου της μύτης και συνήθως στην έναρξή της συνοδεύεται από ελαφρύ πυρετό,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”